ώσχος

ώσχος
ὁ, Α
βλ. όσχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὦσχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠσχοί — ὦσχος masc nom/voc pl ὠσχός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠσχούς — ὦσχος masc acc pl ὠσχός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦσχε — ὦσχος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦσχον — ὦσχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσχος — ο (Α ὄσχος και ὦσχος) νεοελλ. αρχιτεκτονική, γλυπτική ή ζωγραφική ελικοειδής απεικόνιση κλαδιού αμπελιού που καταλήγει σε φύλλα και σταφύλια, για διακόσμηση εικονοστασίων, εσωτερικού οικιών, δαπέδων κ.ά. χώρων αρχ. νεαρό κλήμα αμπέλου με τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”